αλέστος

αλέστος
η , ο быстрый, проворный; шустрый (разг )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αλέστος" в других словарях:

  • αλεστός — ή, ό (Μ ἀλεστός, ή, όν) αλεσμένος («αλεστός καφές»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. τού αλέθω. ΠΑΡ. νεοελλ. άλεστος] …   Dictionary of Greek

  • άλεστος — η, ο ο μη αλεσμένος, ανάλεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεστός. ρηματ. επίθ. τού αλέθω η στερητική σημασία του αρκτικού α προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου] …   Dictionary of Greek

  • αλέστος — η, ο (λ. ιταλ.), πρόθυμος, σβέλτος: Ήταν πάντα αλέστος στη δουλειά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλέστος — η, ο 1. πρόθυμος, έτοιμος 2. γρήγορος, σβέλτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αλέστα ΠΑΡ. νεοελλ. αλεστοσύνη] …   Dictionary of Greek

  • άλεστος — η, ο αυτός που δεν αλέστηκε: Το δικό μας σιτάρι είναι ακόμη άλεστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλέστα — επίρρ. 1. σε προσοχή! έτοιμος! 2. γρήγορα, σβέλτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. φρ. allalesta «γρήγορα». ΠΑΡ. νεοελλ. αλέστος] …   Dictionary of Greek

  • αλεστοσύνη — η [αλέστος] 1. προθυμία, ετοιμότητα 2. ευκινησία, σβελτάδα …   Dictionary of Greek

  • νεάλεστος — νεάλεστος, ον (Α) αυτός που έχει αλεστεί πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + αλεστος (< ἀλέθω)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»